δυσκαταπόνητος
From LSJ
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
English (LSJ)
ον,
A hard to execute, M.Ant.6.19, Arr.Epict.3.12.8; hard to digest, Sor.2.32.
German (Pape)
[Seite 682] schwer auszuführen; M. Anton. 6, 19; Arr. Epict. 3, 12, 8.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκαταπόνητος: -ον, δυσεκτέλεστος, Μ. Ἀντων. 6. 19, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 12, 8.