ἀναιρετήριος
From LSJ
English (LSJ)
α, ον,
A = ἀναιρετικός, Tz. ad Hes.Op. 142.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναιρετήριος: ὁ, = ἀναιρετικός, παρὰ Τζέτζ. εἰς Ἔργα κ. Ἡμ. Ἡσιόδ. 142.
Full diacritics: ἀναιρετήριος | Medium diacritics: ἀναιρετήριος | Low diacritics: αναιρετήριος | Capitals: ΑΝΑΙΡΕΤΗΡΙΟΣ |
Transliteration A: anairetḗrios | Transliteration B: anairetērios | Transliteration C: anairetirios | Beta Code: a)naireth/rios |
α, ον,
A = ἀναιρετικός, Tz. ad Hes.Op. 142.
ἀναιρετήριος: ὁ, = ἀναιρετικός, παρὰ Τζέτζ. εἰς Ἔργα κ. Ἡμ. Ἡσιόδ. 142.