ἐκζεστός
From LSJ
ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one
English (LSJ)
όν,
A boiled, τευτλίον Diph. Siph. ap. Ath. 9.371a ; θρῖδαξ Did. ap. Aët. 9.42 ; hardboiled, ᾠά Alex. Trall. 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκζεστός: -όν, βρασμένος ἐντελῶς, βραστός, τευτλίον ἢ σευτλίον Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 371Α.