ἀφιστορέω
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
English (LSJ)
A observe from a place, τινὰ ἀπὸ τοῦ ὄρους Philostr.Im.2.18; explore, visit for information, Id.VA1.27.
German (Pape)
[Seite 412] von wo aus bemerken u. betrachten, τινὰ ἀπὸ τοῦ ὄρους Philostr. Imagg. 2, 18.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφιστορέω: παρατηρῶ ἔκ τινος τόπου, τινα ἀπὸ τόπου Φιλόστρ. 840.