ὑπόβρυχα
From LSJ
English (LSJ)
Adv.
A under water, τὸν δ' ἄρ' ὑ. θῆκε Od.5.319; ὥστε Θεσσαλίην . . ὑ. γενέσθαι Hdt.7.130; ὑ. ναυτίλλονται Arat.425, cf. Opp.H.1.145, Q.S.13.485, 14.619, etc.
German (Pape)
[Seite 1212] s. ὑπόβρυχος.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόβρῠχα: ἴδε ὑπόβρυχος.