ἰσόκοιλος
From LSJ
Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid
English (LSJ)
ον,
A with equal cavities, αὐλός Plu.2.1021a, Theo Sm.p.60 H.(pl.).
German (Pape)
[Seite 1264] gleich hohl, αὐλός Plut. de an. procr. e Tim. 12.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσόκοιλος: -ον, ἔχων τῆς αὐτῆς διαμέτρου κοιλότητα ἀπὸ τοῦ ἑνὸς ἄκρου μέχρι τοῦ ἑτέρου, αὐλὸς Πλούτ. 2. 1021Α.