μονωτί
From LSJ
Μηδέποτε πειρῶ δύο φίλων εἶναι κριτής → Ne recipe amicos inter arbitrium duos → Versuche nie, zu schlichten zweier Freunde Streit
German (Pape)
[Seite 206] adv. zum Vorigen, einsam, allein.
Greek (Liddell-Scott)
μονωτί: Ἐπίρρ., μεμονωμένως, Ἀρχ. Λεξικ.