πολύφωνος
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
English (LSJ)
ον,
A having many tones, ὄρνιθες Arist.PA660a34; κίττα Plu.2.973c, etc.: neut. pl. as Adv., πολύφωνα κρῶξαι Arat.1002. 2 having many voices, Βοιωτία ἕνεκα χρηστηρίων π. οὖσα Plu.2.411e; loquacious, talkative, π. ὁ οἶνος ib.715a, cf. Luc.Hist.Conscr.4. 3 manifold in expression, of Homer, D.H.Comp.16 (Sup.), Str.3.2.12; τὸ π., of Plato, Stob.2.7.3f; of Hyperides, -ότερος [τοῦ Δημοσθένους] Longin. 34.1.
German (Pape)
[Seite 676] vielstimmig, viel Töne hervorbringend; von den Vögeln, Arist. part. anim. 2, 17; Sp., wie D. Hal. u. D. Sic.
Greek (Liddell-Scott)
πολύφωνος: -ον, ὁ ἔχων πολυφθόγγους φωνάς, ὄρνιθες Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 17, 4, πρβλ. Πλούτ. 973C κτλ.· πολύφωνα κρώζειν Ἄρατ. 1002. 2) ὁ αἴτιος πολλῶν φωνῶν, πολλῶν λόγων, π. ὁ οἶνος Πλούτ. 2. 715Α, πρβλ. Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 4. 3) ὁ τὴν ἔκφρασιν ποικίλος, ἐπὶ Ὁμήρου, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 16, Στράβ. 149. ― Περὶ τοῦ ἐν Ἀλκμᾶνι 18, ἴδε ἐν λ. πολύφοινος.