μόρα

Revision as of 11:08, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

English (LSJ)

ἡ, (μείρομαι (A), ἔμμορε)

   A a division of the Spartan army, varying in strength, at first six in number, X.HG2.4.31, Lac.11.4, Ephor. 210 J., Arist.Fr.540, etc.

German (Pape)

[Seite 207] ἡ, eigtl. = μοῖρα, von μείρομαι, ἔμμορα, die Abtheilung, der Theil, bes. eine größere Abtheilung des spartanischen Fußvolks, Xen. Hell. 4, 3, 8 u. A., die zu verschiedenen Zeiten von verschiedener Größe war; nach Xen. Lac. 11, 4 theilte Lykurg alle streitbaren Männer in sechs μόραι, jede zu 400 Mann, nach Ephorus betrug jede 500, nach Kallisthenes 700, nach Pol. 900 Mann, Plut. Pelop. 17.

Greek (Liddell-Scott)

μόρα: ἡ, (μείρομαι, ἔμμορα) τάγμα στρατιωτικὸν ἐν Σπάρτῃ εἰς ὃ κατεγράφοντο πάντες οἱ στρατεύσιμοι τὴν ἡλικίαν Σπαρτιᾶται, αἱ μόραι (αἵτινες συνίσταντο ἐξ ἱππέων καὶ ὁπλιτῶν) κατ’ ἀρχὰς ἦσαν ἓξ τὸν ἀριθμόν, Ξεν. Λακ. 11, 4, Ἀριστ. Ἀποσπ. 497· ὁ δὲ ἐν ἑκάστῃ αὐτῶν ἀριθμὸς ἐποίκιλλεν (ἀναλόγως πρὸς τὸ καλούμενον εἰς τὰ ὅπλα πλῆθος) ἀπὸ 400 (κατὰ Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ.)., 500 (κατὰ Ἔφορον Ἀποσπ. 140), 700 (κατὰ Καλλισθένη) μέχρι 900 (κατὰ τὸν Πολύβ.): πρβλ. Müll. Dor. 3. 12, Thirlw. Hist. of Gr. i. Append. 2· καὶ ἴδε ἐν λ. λόχος.