καταργίζω

Revision as of 11:09, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_21)

German (Pape)

[Seite 1374] zaudern oder zögern lassen, σπουδὴ καταργίζει πόδα Aesch. Spt. 356, nach Hermann's Conj. für καταρτίζω.

Greek (Liddell-Scott)

καταργίζω: τινά, κάμνω τινὰ νὰ βραδύνῃ, σπουδὴ οὐ καταργίζει πόδα Αἰσχύλ. Θήβ. 536˙ ἴδε ἐν λ. ἀπαρτίζω.