καταργίζω
German (Pape)
[Seite 1374] zaudern oder zögern lassen, σπουδὴ καταργίζει πόδα Aesch. Spt. 356, nach Hermann's Conj. für καταρτίζω.
Greek (Liddell-Scott)
καταργίζω: τινά, κάμνω τινὰ νὰ βραδύνῃ, σπουδὴ οὐ καταργίζει πόδα Αἰσχύλ. Θήβ. 536˙ ἴδε ἐν λ. ἀπαρτίζω.