ὁμοεργής
From LSJ
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
German (Pape)
[Seite 334] ές, zusammenhandelnd, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοεργής: -ές, ὁ συμπράττων, Μάξιμ. Ὁμολ. τ. 2, σελ. 59Β, C, Ἱππόλ. 837Α.