περιρραντισμός
From LSJ
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
English (LSJ)
ὁ,
A sprinkling with water, Sm.Za.13.1.
Greek (Liddell-Scott)
περιρραντισμός: -οῦ, ὁ, τὸ περιρραντίζειν, καθαίρειν διὰ ῥαντισμοῦ, Γρηγ. Ναζ.