διέκδυσις
From LSJ
Χρηστοῦ παρ' ἀνδρὸς χρὴ σοφόν τι μανθάνειν → Doceat te oportet vir probus sapientiam → Von einem Fachmann eigne dir was Weises an
English (LSJ)
εως, ἡ,
A means of escape, δ. μυῶν mouse-holes, Ath.3.98d, cf. Plu.Sert. 13.
German (Pape)
[Seite 618] ἡ, Ausweg, Ausflucht, Plut. Sertor. 13; μυῶν, Schlupfwinkel, Ath. III, 98 d.
Greek (Liddell-Scott)
διέκδῠσις: -εως, ἡ, μέσον ἐκφυγῆς, δ. μυῶν, «ποντικότρυπα», «ποντικοφωλεά», Ἀθήν. 98D. 2) ὑπεκφυγή, τέχνασμα, Πλούτ. Σερτωρ. 13.