εὐκατάλλακτος
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
English (LSJ)
ον,
A easily appeased, placable, opp. μνησίκακος, Arist.Rh.1381b5, cf. Vit.Philonid.p.3C., LXX 3 Ma.5.13. Adv. -τως, ἔχειν πρός τινας Sch.S.Aj.1345.
German (Pape)
[Seite 1073] leicht auszusöhnen, Arist. rhet. 2, 4. – Adv., Schol. Soph. Ai. 1345.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκατάλλακτος: -ον, εὐκόλως διαλλατόμενος, καταπραϋνόμενος, Ἀριστ. Ρητ. 2. 4, 17. - Ἐπίρρ. -τως, Σχόλ. εἰς Σοφ. Αἴ. 1344.