βραχυκέφαλος
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
English (LSJ)
ὁ, a
A fish, Xenocr.19.
German (Pape)
[Seite 462] Kurzkopf, ein Fisch, Xenocr.
Greek (Liddell-Scott)
βρᾰχῠκέφαλος: ὁ, ὁ ἔχων βραχεῖαν κεφαλήν, εἴδος ἰχθύος, Ξενοκρ. Ἐνύδρ. (Φαβρικ. 9. 457).