ἡμιέργαστος
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
English (LSJ)
ον,
A half-wrought, half-completed, ὕλη Gal.5.538:—also ἡμι-εργής, ές, Luc.Astr.5, and ἡμί-εργος, ον, ἔμβρυον Hp.Mul.1.78; [αἷμα] Gal.5.535; of buildings, IG12.372.5; τεῖχος ἡ. μετῆκε Hdt.4.124, cf. Th.7.2, J.AJ14.16.2, Plu.2.841d.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιέργαστος: -ον, = ἡμίεργος, ὗλαι Γαλην. Δογμ. Ἱππ. 1, 527 (Müller).