κριοφόρος
From LSJ
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
English (LSJ)
ον,
A carrying battering-rams, χελῶναι Ph.Bel.99.44, Ath.Mech.8.14, Apollod.Poliorc.138.18, D.S.20.48, 91; μηχαναί App.Pun.98, Anon. ap. Suid. s.v. προσηρεικότος. II bearing a ram, epith. of Hermes, Paus.9.22.1.
German (Pape)
[Seite 1510] Widder tragend; μηχαναί, mit Mauerbrechern, D. Sic. 20, 48. 91 u. A. – Auch Beiname des Hermes, Paus. 2, 3, 4. 9, 22, 2.
Greek (Liddell-Scott)
κρῑοφόρος: -ον, ὁ φέρων πολιορκητικὸν κριόν, χελῶναι Διόδ. 20. 48 καὶ 91, πρβλ. Ἀνών. παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξ. προσηρεικότος. ΙΙ. ὄνομα τοῦ Ἑρμοῦ, Παυσ. 9. 22, 1, πρβλ. 2. 3, 4.