αἱμοστατικός
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
Greek (Liddell-Scott)
αἱμοστατικός: -ή, -όν, ὁ σταματῶν τὸ αἷμα, Ἀλ. Τραλλ. 7. 296.