θρονοποιός
From LSJ
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
English (LSJ)
όν,
A making thrones or seats, Poll.7.182.
German (Pape)
[Seite 1220] ὁ, Sesselverfertiger, Poll. 7, 182.
Greek (Liddell-Scott)
θρονοποιός: -όν, κατασκευάζων θρόνους ἢ καθίσματα, Πολυδ. Ζ΄, 182.