κνηστικός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν,
A irritating, λόγοι Sch.E.Hipp. 304.
German (Pape)
[Seite 1460] juckend, reizend, λόγοι Schol. Eur. Hipp. 304.
Greek (Liddell-Scott)
κνηστικός: -ή, -όν, ἐρεθιστικός, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἱππ. 304. ― Ἐπίρ. κνηστικῶς, κνηστικῶς ἔχειν = κνησιᾶν, Μοῖρ. σ. 206.