ἐπανοίκτης
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
English (LSJ)
ου, ὁ, = sq., Arg.Man.post Max.p.102L., EM459.5.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπανοίκτης: -ου, ὁ, = ἐπανοίκτωρ, Ὑπόθ. τῶν Μανέθ. ἀποτελεσμ. ἔκδ. Ludw. σ. 102.