ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood
Full diacritics: καρπίον | Medium diacritics: καρπίον | Low diacritics: καρπίον | Capitals: ΚΑΡΠΙΟΝ |
Transliteration A: karpíon | Transliteration B: karpion | Transliteration C: karpion | Beta Code: karpi/on |
τό, Dim. of καρπός (A), Thphr.Od.32, BGU1120.50 (i B. C.). II vulgar name for ἐλλέβορος, Hippiatr.11. III καρπία· κλονία (fort. κλωνία), Hsch.
καρπίον: τό, ὑποκορ. τοῦ καρπός, Θεόφρ. π. Ὀσμ. 32. ΙΙ. «ἑλλέβορον, τὸ ἰδιωτικῶς καρπίον καλούμενον» Ἱππιατρ. σ. 43, 15.