μελάνστερνος
From LSJ
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
English (LSJ)
ον,
A black-breasted, Jo.Gaz.2.126.
German (Pape)
[Seite 120] = μελανόστερνος, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μελάνστερνος: -ον, = μελανόστερνος, νεφέλης μελανστέρνοιο καλύπτρην Ἰω. Γάζης Ἔκφρασις Εἰκόν. Κόσμ. 2. 126.