ἐπιλαβή
From LSJ
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
English (LSJ)
ἡ,
A taking hold of, grasping, πέπλων τ' ἐπιλαβὰς ἐμῶν A. Supp.432 (lyr.). 2. handle, hold, ἐ. ἔχειν οὐδεμίαν Hp.Art.47.
German (Pape)
[Seite 955] ἡ, das Anfassen, πέπλων Aesch. Suppl. 427; Ort zum Anfassen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιλᾰβή: ἡ, (ἐπιλαμβάνω) κράτησις, «πιάσιμον», πέπλων τ’ ἐπιλαβὰς ἐμῶν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 432. 2) λαβή, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 814.