πέκω
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
English (LSJ)
Ep. 2pl. pres. imper. πείκετε Od.18.316 (metri gr.), but also inf. πείκειν (v. infr.) : aor.
A ἔπεξα AP6.279 (Euph.) :—Med., aor. ἐπεξάμην Il.14.176 :—Pass., aor. ἐπέχθην Ar.Nu.1356 :—comb, εἴρια π. card it, Od.18.316 ; ἔπεξε καλὰς Εὔδοξος ἐθείρας APl. c. :— Med., χαίτας πεξαμένη when she had combed her hair, Il.14.176. 2 shear, ὄϊς πείκειν Hes.Op.775, cf. Theoc.5.98, Ael.NA1.38 :—Med., πόκοις πέξασθαι have their wool shorn, Theoc.28.13 ; ἐπέξαθ' ὁ Κριός Simon.13(cf.Ar.Nu.1356) :—Pass., Ar.l.c.; πέκεται Eust.531.5. (Cf. Lith. pèšti 'pluck'.)
German (Pape)
[Seite 547] kämmen, χαίτας πεξαμένη, nachdem sie sich die Haare gekämmt hatte, Il. 14, 176; – scheeren, κριὸς ὡς ἐπέχθη, Ar. Nub. 1338; sp. D., wie Theocr. 5, 98; – auch = die Wolle kämmen od. krämpeln, u. allgemeiner, zupfen, rupfen.
Greek (Liddell-Scott)
πέκω: Ἐπικ. πείκω· Δωρικ. μέλλ. πεξῶ Θεόκρ. 5. 98· ἀόρ. ἔπεξα: - Μέσ., ἀόρ. ἐπεξάμην: - Παθ., ἀόρ. ἐπέχθην. (Ἐκ τῆς √ΠΕΚ παράγονται καὶ αἱ λέξεις πεκτέω, πόκος· πρβλ. Λατ. pec-to, pec-ten· Ἀρχ. Γερμαν. fehs (crinis)). Ποιητικ. ῥῆμ., κτενίζω, εἴρια πείκειν, κτενίζω, ξαίνω, Ὀδ. Σ. 316· ἔπεξε καλὰς Εὔδοξος ἐθείρας Ἀνθ. Π. 6. 279· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, χαίτας πεξαμένη, ἀφ’ οὗ ἐκτένισε τὴν κόμη της, Ἰλ. Ξ. 176. 2) κείρω, κουρεύω, πείκειν ὄϊς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 773, πρβλ. Θεόκρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, πόκως πέξασθαι, πόκους κεῖραι, ὁ αὐτ. 28. 13. κριὸς ὡς ἐπέχθη, ἐκάρη Σιμωνίδ. (15) παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Νεφ. 1356.