εὐπιθής
From LSJ
Μήποτε γάμει γυναῖκα κοὐκ ἀνοίξεις τάφον → Eris immortalis, si non ducis mulierem → Nimm nie dir eine Frau, erspare dir dein Grab
English (LSJ)
ές,
A = εὐπειθής 1, οὐ πείσεις νιν, οὐ γὰρ εὐπιθής A.Pr.335: here and in Ag.274, Ch.259, Eu.829, Supp.623 cod. Med. has -πειθ-, but -πῐθ- is required by the metre in Pr.l. c. and is possible elsewh. (but in Ag.982 (-πιθ- codd.) the metre perh. favours -πειθ-); the sense is sts. Act., ὀνείρων φάσματ' εὐπ (ε) ιθῆ σέβεις; Ag.274; σήματ' εὐπ (ε) ιθῆ βροτοῖς Ch.259; perh. also θάρσος εὐπ (ε) ιθές Ag.982 (lyr.); δημηγόρους . . εὐπ (ε) ιθεῖς στροφάς Supp.623 (s. v.l.); sts. Pass., σὺ δ' εὐπ (ε) ιθὴς ἐμοί Eu.829, cf. Pr. l.c.