γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
Full diacritics: σπάργωσις | Medium diacritics: σπάργωσις | Low diacritics: σπάργωσις | Capitals: ΣΠΑΡΓΩΣΙΣ |
Transliteration A: spárgōsis | Transliteration B: spargōsis | Transliteration C: spargosis | Beta Code: spa/rgwsis |
εως, ἡ,
A f.l. for σπάργησις, μαστῶν Dsc.3.34.
[Seite 917] ἡ, das Schwellen, Strotzen, μαστῶν, Diosc.
σπάργωσις: ἡ, ἐξόγκωσις, διαστολή, πρήξιμον, μαστῶν Διοσκ. 3. 41, καὶ οὕτω πιθαν. ἐν 2. 129, ἔνθα τὰ Ἀντίγραφα σπαργανώσεις.