Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft
Full diacritics: κρᾰδοφάγος | Medium diacritics: κραδοφάγος | Low diacritics: κραδοφάγος | Capitals: ΚΡΑΔΟΦΑΓΟΣ |
Transliteration A: kradophágos | Transliteration B: kradophagos | Transliteration C: kradofagos | Beta Code: kradofa/gos |
[φᾰ], ον,
A eating the young branches of the fig-tree, and as Subst., = ἀγροῖκος, Com.Adesp.1049 (κραδα- Hsch.).
κρᾰδοφάγος: -ον, ὁ τρώγων τοὺς νεαροὺς βλαστοὺς τῆς συκῆς, καὶ ὡς οὐσιαστ. = ἀγροῖκος, Εὐστ. 1409. 63, Ἡσύχ. (ὅστις γράφει κραδαφάγος).