ἀπαιτητικός
From LSJ
πολλὰς ἂν εὕροις μηχανάς· γυνὴ γὰρ εἶ → you will find many ruses: you are a woman
English (LSJ)
ή, όν,
A requiring: -κόν, τό, state of need, Gal. 1.205.
German (Pape)
[Seite 275] einfordernd, gern eintreibend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαιτητικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων παραλόγους ἀπαιτήσεις, «τοιοῦτον γὰρ τὸ σὸν βλάσφημον καὶ ἀπαιτητικόν» Εὐστ. Πονημάτ. 136. 49.