γλυφικός
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for carving: γλυφική (sc. τέχνη) Epigr.Gr. 841 (Thrace).
Greek (Liddell-Scott)
γλῠφικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ κατάλληλος διὰ γλυφήν· γλυφικὴ (ἐνν. τέχνη) Ἐπιγράμ. Ἑλλ. 841.