μεταδρομάδην
From LSJ
English (LSJ)
[μᾰ], Adv.
A running after, following close upon, Il. 5.80, A.R.1.755, Opp.H.4.509 (with v.l. -τροπάδην).
German (Pape)
[Seite 146] nachlaufend, verfolgend; Il. 5, 80; Ap. Rh. 1, 755. S. auch μεταδροπάδην.
Greek (Liddell-Scott)
μεταδρομάδην: Ἐπίρρ., μεταδρομάδην ἔλασ’ ὦμον, «ἐπιδραμών, ἐπιδιώξας ἔπληξε...» (Σχολ.) Ἰλ. Ε. 80· - ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 4. 509 ὑπάρχει διάφ. γραφ. -τροπάδην.