ὑπερτοξεύω
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
English (LSJ)
A overshoot, Arr.Tact.5.5 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 1202] mit dem Bogen darüber weg schießen, u. übertr., übertreffen, Aen. Tact.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερτοξεύω: ὑπερακοντίζω, τοξεύω ὑπεράνω, Αἰν. Τακτ.