εὔρωστος
From LSJ
Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich
English (LSJ)
ον, (ῥώννυμι)
A stout, strong, ἱππεῖς X.HG4.3.6, cf.Aen. Tact.1.7, PCair.Zen.56.1 (iii B.C.), etc.; στόμα Arist.HA617b3; εὔρωστος τὸ σῶμα X. HG6.1.6; τῷ σώματι Isoc.15.116 (Sup.); τὰς ψυχάς Arist.Phgn.810a25. Adv. -τως X.Ages.2.24; εὐ. τὸν βίον διάξετε Antiph.1 D.