μυστίλη

From LSJ
Revision as of 11:20, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_3)

Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau

Menander, Monostichoi, 469
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυστῑλη Medium diacritics: μυστίλη Low diacritics: μυστίλη Capitals: ΜΥΣΤΙΛΗ
Transliteration A: mystílē Transliteration B: mystilē Transliteration C: mystili Beta Code: musti/lh

English (LSJ)

ἡ,

   A piece of bread scooped out as a spoon, to sup soup or gravy with, Ar.Eq.1168, Pherecr.108.5, Aret.CA1.4, Ath.3.126a, Poll.6.87.—The forms μιστύλη or μιστύλλη and μιστυλλάομαι, which occur in codd., are no doubt due to confusion with μιστύλλω.

Greek (Liddell-Scott)

μυστίλη: [ῑ], ἡ, ὡς τὸ μύστρον, κοῖλος ψωμός, τεμάχιον ἄρτου, κεκοιλωμένον ὡς κοχλιάριον, δι’ οὗ ἤσθιον τοὺς ζωμούς, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1168, Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 1. 5, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 4, Ἀθήν. 126Α, Πολυδ. ϛʹ, 87· - ὑποκορ. μυστιλάριον, τό, Πολυδ. ἔνθ’ ἀνωτ. - Οἱ τύποι μιστύλη ἢ μιστύλλη καὶ μιστυλλάομαι καθόλου ἀπαντῶσιν ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. βεβαίως ἐκ συγχύσεως πρὸς τὸ μιστύλλω· ἀλλὰ τοὺς ἄλλους τύπους ἀποδέχονται οἱ ἄριστοι τῶν γραμματικῶν, ἴδε Brunck εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 627.