σισυρνοδύτης
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
English (LSJ)
[ῡ], ου, ὁ,
A one who wears a σίσυρνα, Lyc. 634.
German (Pape)
[Seite 884] ὁ, der in eine σίσυρνα kriecht od. schlüpft, mit einem Flausrocke bekleidet ist, Lycophr. 634.
Greek (Liddell-Scott)
σῐσυρνοδύτης: [ῠ], -ου, ὁ, ὁ ἐνδεδυμένος σίσυρναν, Λυκόφρ. 634. -Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431.