λογιστεύω
From LSJ
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
English (LSJ)
A administer as λογιστής, τοὺς Σμυρναίους Philostr.VS 1.19.2, cf. Jahresh.23 Beibl.54 (Mopsuestia), IGRom.3.6, OGI722.10 (iv A. D.), etc.: c. gen., to be curator of, τῆς κολωνίας, τῆς . . πόλεως, IG 5(1).524 (Laconia), OGI500.12 (Aphrodisias). II metaph., ἡ φύσις λογιστεύει τὰ μόρια Sever.Clyst.p.6 D., cf. Suid.
Greek (Liddell-Scott)
λογιστεύω: εἶμαι λογιστής, διοικῶ ὡς λογιστής, τῶν κατὰ τὴν πόλιν Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 9. 2· τοὺς Σμυρναίους Φιλόστρ. 512. ΙΙ. ἐξετάζω λογαριασμόν τινα· καθόλου, ἐξετάζω, Συλλ. Ἐπιγρ. 1399. 2790. - Κατὰ Σουΐδ., «λογιστεῦσαι, ἀπαριθμῆσαι, ἀναμετρῆσαι».