ἀκηδιάω
From LSJ
μέγας εἶ, Κύριε, καί θαυμαστά τά ἔργα σου → Great are You, O Lord, and marvelous are Your works
English (LSJ)
A to be careless, Zos.Alch. p.133B. 2 to be exhausted, weary, LXX Ps.60(61).2, etc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκηδιάω: εἶμαι ἄφροντις ἢ ἀπερίσκεπτος, Βασίλ., Ἰω. Χρυσ. 2) εἶμαι νεναρκωμένος, ἐξηντλημένος, καταπεπονημένος, Ἑβδ. (Ψαλ. ξ΄, 2. ρμβ΄, 4, κτλ.).