γλαυκιάω

From LSJ
Revision as of 11:25, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_6)

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλαυκιάω Medium diacritics: γλαυκιάω Low diacritics: γλαυκιάω Capitals: ΓΛΑΥΚΙΑΩ
Transliteration A: glaukiáō Transliteration B: glaukiaō Transliteration C: glafkiao Beta Code: glaukia/w

English (LSJ)

Hom. only in Ep. part. γλαυκιόων,

   A glaring fiercely, of a lion, Il.20.172; γ. ὄσσοις δεινόν Hes.Sc.430; of a sparkling stone, D.P.1121; γλαυκιόωσα σελήνη Man.5.250: 3pl. γλαυκιόωσι Opp.C.3.70; late Prose, γλαυκιῶν τὸ βλέμμα Hld.7.10.    2 have a γλαύκωμα, glare blindly, ὀφθαλμοὶ . . δυσαλθέα γλαυκιόωντες Q.S.12.408.

Greek (Liddell-Scott)

γλαυκιάω: ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῇ ἐπ. μετοχ. γλαυκιόων, ἐξακοντίζων βλέμματα ἄγρια, ἐπὶ λέοντος, Ἰλ. Υ. 172· γλαυκιόων δ’ ὄσσοις δεινὸν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 430· ἐπὶ ἀκτινοβολούσης πολυτίμου λίθου, Διον. Π. 1121· γʹ πληθ. γλαυκιόωσι Ὀππ. Κυν. 3. 70· μόνον παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, γλαυκιῶν τὸ βλέμμα Ἡλιόδ. 7. 368. 2) ἔχω γλαύκωμα, τυφλῶς ἀτενίζω, ὀφθαλμο ί… δυσαλθέα γλαυκιόωντες Κόϊντ. Σμ. 12. 408.