ἐπουσιώδης
From LSJ
English (LSJ)
ες,
A added to the essence, non-essential, Phlp. in Ph.38.26 ; f.l. for ἐπεισοδιώδης, Porph.Intr.21.14. II symptomatic, of fever, Alex.Aphr. Febr.31, Pall.Febr.3.
German (Pape)
[Seite 1011] ες, was zu dem Wesen hinzukommt, außerwesentlich, Iambl. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπουσιώδης: -ες, (εἶδος) προστιθέμενος εἰς τὴν οὐσίαν, οὐχὶ οὐσιώδης, Πορφύρ. κλ. ἴδε Bast. Γρηγ. σ. 340.