ἐϋστρεφής

From LSJ
Revision as of 11:25, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_7)

Τὰ πλεῖστα θνητοῖς τῶν κακῶν αὐθαίρετα → Ab ipsis fere parantur mala mortalibus → Von Sterblichen ist selbstgewählt das meiste Leid

Menander, Monostichoi, 499
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐϋστρεφής Medium diacritics: ἐϋστρεφής Low diacritics: εϋστρεφής Capitals: ΕΫΣΤΡΕΦΗΣ
Transliteration A: eüstrephḗs Transliteration B: eustrephēs Transliteration C: eystrefis Beta Code: e)u+strefh/s

English (LSJ)

ές, (στρέφω)

   A well-twisted, of a bow-string, ἐϋστρεφέα νευρήν Il.15.463; of a lyre-string, ἐϋστρεφὲς ἔντερον οἰός Od.21.408; πεῖσμα ἐϋ. 10.167; ὅπλῳ ἐϋστρεφέϊ 14.346; ἐϋστρεφέεσσι λύγοισι 9.427; v. εὔστροφος.    II shapely, ὦμοι Simm.1.10 (s.v.l.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐϋστρεφής: -ές, (στρέφω) εὔστρεπτος, ἐπὶ νευρᾶς τόξου, ἐϋστρεφέα νευρὴν Ἰλ. Ο. 463· ἐπὶ χορδῆς κιθάρας, ἐϋστρεφὲς ἔντερον οἰὸς Ὀδ. Φ. 408· ἐπὶ σχοινίου, πεῖσμα ἐϋστρ. Κ. 167. ὅπλῳ ἐϋστρεφέϊ Ξ. 346· ἐπὶ λύγου, εὐλύγιστος, ἐϋστρεφέεσι λύγοισιν Ι. 427.