χρυσοπαγής
From LSJ
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
English (LSJ)
ές,
A built of gold, δώματα IG4.620.14 (Argos).
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσοπᾰγής: -ές, ᾠκοδομημένος ἐκ χρυσοῦ, χρυσόκτιστος, χρυσοπαγῆ δώματα θεῶν Ἐπίγρ. ἔμμετρ. Ἄργους L. et F. 142.