ἐπιπρόσθησις
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
εως, ἡ,
A being before, covering, Thphr.Vent.30; esp. of eclipses or occultations, Arist.Cael.293b22, Procl.Hyp.5.15, etc.; superposition of colour, Arist.Mete.342b9(pl.); of objects that serve as cover, Plb.3.71.3(pl.).
German (Pape)
[Seite 973] ἡ, das Davor-, im Lichte- oder im Wegestehen, Beschatten, Arist. Meteor. 1, 5; Theophr. u. Sp.; vgl. auch ἐπιπροσθέτησις. Bes. von der Verfinsterung der Sonne u. des Mondes, Nicom. ar. 1, 5; vgl. Plut. fac. orb. lun. 20 ff. – Auch der im Lichte stehende Gegenstand, Pol. 3, 71, 3; Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπρόσθησις: -εως, ἡ, τὸ ἵστασθαι, ἔμπροσθέν τινος καὶ σκιάζειν, ἡ γὰρ σελήνη ἐκλιμπάνει διὰ τὴν ἐπιπρόσθησιν τῆς γῆς Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 5, 2, Θεοφρ. π. Ἀνέμ. 30· ἰδίως ἐπὶ ἐκλείψεων, Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 13, 7., 2. 14, 7, Πλούτ. 2. 121Β· ἐπὶ πραγμάτων τὰ ὁποῖα χρησιμεύουσι πρὸς κάλυψιν, Πολύβ. 3. 71, 3· - ἐπιπρόσθεσις ἀπαντᾷ πολλάκις ὡς διάφ. γραφ. παρ’ Ἀριστοτέλει· - ἐπιπροσθέτησις δὲ ἀπαντᾷ ἐν Ἐπικούρῳ παρὰ Διογ. Λ. 10. 92, 94, 96, πρβλ. Φιλόδημ. παρὰ Gomperz Herk. Stud. I. σ. 13.