ὑποθυμίασις
From LSJ
English (LSJ)
εως, Ion. ὑποθῡμί-ησις, ἡ,
A fumigation, Hp.Nat.Mul.103 (pl.), Dsc.1.67, Sor.2.33, Hippiatr.22.
German (Pape)
[Seite 1218] ἡ, das Räuchern mit angezündeten Wohlgerüchen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποθῡμίασις: -εως, ἡ, τὸ κάτωθεν κάπνισμα πρὸς θυμίασιν, Ἱππιατρ. σ. 72, 13.