ἐπαίτησις

From LSJ
Revision as of 11:27, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_8)

μαλθακωτέρα πέπονος σικύου → softer than a ripe melon

Source

German (Pape)

[Seite 896] ἡ, das Fordern, Betteln, Sp., wie D. Hal. rhet. 13.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαίτησις: -εως, ἡ, τὸ ἐπαιτεῖν, τέκνον ζωὴν ἐπαιτήσεως μὴ βιώσῃς Ἑβδ. (Σειράχ. Μ΄, 28, 30), Ὠριγέν. ΙΙΙ. 1413C. Παρὰ Διον. Ἁλ. ἐν Τέχνῃ Ρητ. 13, σ. 362· 9 ἡ σημασία τῆς λέξεως φαίνεται ἀσαφής· ἴσως νὰ σημαίνῃ αἴτησιν, ἀλλὰ πιθανὸν νὰ εἶναι τὸ χωρίον ἐφθαρμένον.