διαγραφεύς
From LSJ
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
English (LSJ)
έως, ὁ,
A one who makes a διάγραμμα: at Athens, one who drew up a register of taxable properties, Harp. s.v. διάγραμμα. 2 describer, ἠθῶν δ. Marcellin.Vit. Thuc.51.
Greek (Liddell-Scott)
διαγρᾰφεύς: έως, ὁ, ὁ ποιῶν διάγραμμα· ἐν Ἀθήναις, ὁ καταστρώνων διάγραμμα οἰκονομικὸν ἢ τῶν φόρων, Ἁρπ. ἐν λ. διάγραμμα ΙΙ. 2) ὁ περιγράφων, ἠθῶν δ. Μαρκελλῖν. ἐν βίῳ Θουκ. σ. XVI Bekk.