ἐχθρώδης
From LSJ
Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
English (LSJ)
ες,
A hostile, Sch.Opp.H.1.685: Comp.-έστερος Sch. E.Hec.745, Or.614. Adv. -δῶς, διαθεῖναί τινα πρός τινας J.BJ1.24.2; ἐ. ἔχειν τινί D.C.43.10, cf. Nic. Dam.57 J., Sch.E.Med.290.