πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me
μιαρωσύνη: ἡ, μιαρία, μιαρότης, μιαρωσύνης νομιζομένης τῆς προτέρας ἱερωσύνης Θ. Βαλσ. ἐν Συντ. καν. τ. 4, σ. 474.