ἀδιαφορία
From LSJ
ἕως τοῦ ἔξω τόπου περισπᾶται → be drawn away and expanded
English (LSJ)
ἡ,
A indifference, Stoic, of the moral agent, Aristo Stoic.1.83, Chrysipp.ib.3.9, cf. Cic. Acad.Pr.2.42.130, S.E.P.1.152; absence of difference, Syr.in Metaph. 122.1, cf. sq. II neglect, Hierocl.in CA7p.430M. III equivalence of signification, Eust.150.25.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιαφορία: ἡ, ἡ ὀλιγωρία, ἀδιαφορία, Κικέρ. Acad. Pr. 2. 42, Σέξτ. Ἐμπειρ. II. 1. 152, πρβλ. τὴν ἑπομ. λέξ. II. ἀδιαφορία, ταυτότης σημασίας. Γραμμ.