ἐφετικός
From LSJ
ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one
English (LSJ)
ή, όν, (ἐφίεμαι)
A actuated by desire, Thphr.Metaph.9. 2 Gramm., expressive of desire, ῥήματα Choerob. in Theod.2.212, al. II ἐ. χρόνοι periods within which appeals may be lodged, Just.Nov.49.1 Intr.
German (Pape)
[Seite 1116] ή, όν, begehrend, Suid., ῥήματα, verba desiderativa, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφετικός: -ή, -όν, (ἐφίημι) άποβλέπων εἴς τι, τινος Κλήμ. Ἀλ. 66i. ΙΙ. κινούμενος ὑπὸ ἐπιθυμίας, Θεοφρ. Ἀποσπ. 12. 9, Wimmer· - παρὰ Γραμματ. ἐφετικὰ λέγονται τὰ ἐπιθυμίας δηλωτικὰ ῥήματα, Χοιροβ. ἐν Α. Β. 1277. ΙΙΙ. ἐφετικοὶ ἀγῶνες, οἱ κατ’ ἔφεσιν γινόμενοι ἐν δικαστηρίοις, Βασιλικ. τ. 1, σ. 450, ἔκδ. Heimb.