νητός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν, (νέω C)
A heaped, piled up, ὅθι νητὸς χρυσὸς καὶ χαλκὸς ἔκειτο Od.2.338.
Greek (Liddell-Scott)
νητός: -ή, -όν, (νέω Β) ἐπισεσωρευμένος, ὅθι νητὸς χρυσὸς καὶ χαλκὸς ἔκειτο Ὀδ. Β. 338.
Full diacritics: νητός | Medium diacritics: νητός | Low diacritics: νητός | Capitals: ΝΗΤΟΣ |
Transliteration A: nētós | Transliteration B: nētos | Transliteration C: nitos | Beta Code: nhto/s |
ή, όν, (νέω C)
A heaped, piled up, ὅθι νητὸς χρυσὸς καὶ χαλκὸς ἔκειτο Od.2.338.
νητός: -ή, -όν, (νέω Β) ἐπισεσωρευμένος, ὅθι νητὸς χρυσὸς καὶ χαλκὸς ἔκειτο Ὀδ. Β. 338.